Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατηρεί μια ηγετική θέση στο παγκόσμιο επίπεδο, παρά το έντονο περιβάλλον ανταγωνισμού, συνεχίζοντας να έχει καθοριστική συμβολή στην ελληνική οικονομία.
Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, με το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής να προορίζεται για αγορές στο εξωτερικό (όπως Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία). Το 90% του συνολικού όγκου παραγωγής καλύπτεται από εξαγωγές τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση υδατοκαλλιέργειας του 2023 από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), ο κλάδος της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ενίσχυσε περαιτέρω την εξωστρέφεια του το 2022, καθώς το 82% της παραγωγής εξήχθη σε 37 χώρες, ενώ το υπόλοιπο 18% πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά. Μηνιαία, οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 5.900 έως 10.200 τόνους. Συγκεκριμένα, πωλήθηκαν 104.192 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας 600,65 εκατομμυρίων ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3,8% ως προς τον όγκο και 20% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (δεν περιλαμβάνονται οι εξαγωγές φιλέτων). Από αυτούς, το 75% (95.240 τόνοι) πωλήθηκε σε 21 χώρες της ΕΕ-27, το 18% (22.510 τόνοι) στην Ελλάδα, το 7% (8.950 τόνοι) σε 16 τρίτες χώρες, με το 57% των εξαγωγών να αφορά τσιπούρα (59.664 τόνοι) και το 43% λαβράκι (44.528 τόνοι). Σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών αφορούσε νωπά ψάρια και μόλις το 0,3% κατεψυγμένα (245 τόνοι, κυρίως προς τις τρίτες χώρες).